τετράδυμος

τετράδυμος
-η, -ο
1. αυτός που γεννήθηκε μαζί με τρία άλλα αδέρφια του (και από την ίδια μητέρα).
2. ο πληθ. ουδ. ως ουσ., τετράδυμα τέσσερα αδέρφια που γεννήθηκαν μαζί.
3. το ουδ. ως ουσ., τετράδυμο η ραχιαία επιφάνεια του μέσου εγκεφάλου, που διαιρείται με δύο αυλάκια σε τέσσερα υποστρόγγυλα επάρματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τετράδυμος — η, ο / τετράδυμος, ον, Α αυτός που γεννήθηκε μαζί με τρεις άλλους συγχρόνως και από την ίδια μητέρα, καθένας από τους τέσσερεις αδελφούς που γεννήθηκαν στην ίδια γέννα νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το τετράδυμο ανατ. τα τέσσερα υποστρόγγυλα επάρματα …   Dictionary of Greek

  • τετράδυμα — τετράδυμος fourfold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράδυμοι — τετράδυμος fourfold masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετραδυμίτης — ο, Ν (ορυκτ.) θειούχο ορυκτό τού βισμουθίου και τού τελλουρίου το οποίο απαντά συνήθως σε χρυσοφόρες φλέβες χαλαζία και σε κοιτάσματα από μεταμόρφωση επαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ αγγλ. tetradymite < τετράδυμος + κατάλ. ίτης. Η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”