- τετράδυμος
- -η, -ο1. αυτός που γεννήθηκε μαζί με τρία άλλα αδέρφια του (και από την ίδια μητέρα).2. ο πληθ. ουδ. ως ουσ., τετράδυμα τέσσερα αδέρφια που γεννήθηκαν μαζί.3. το ουδ. ως ουσ., τετράδυμο η ραχιαία επιφάνεια του μέσου εγκεφάλου, που διαιρείται με δύο αυλάκια σε τέσσερα υποστρόγγυλα επάρματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.